τριχοφόρος

τριχοφόρος
Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που ζει στις ακτές της βορειοανατολικής Ασίας και της βορειοδυτικής Αμερικής. Οι τ. είναι ζώα ογκώδη, με μακρουλό σώμα που φτάνει τα 4½ μ. μήκος. Το βάρος τους φτάνει έως ένα τόνο. Το δέρμα είναι πολύ παχύ, τριχωτό, με πτυχές και έχει χρώμα κιτρινόφαιο. Το κεφάλι είναι μικρό στρογγυλό, εξογκωμένο στα πλευρά, με μικρά μάτια και ευρύ ρύγχος, το οποίο σκεπάζεται με παχιές σμηριγγώδεις τρίχες. Οι τ. δεν έχουν εξωτερικά αφτιά και το στοματικό άνοιγμά τους είναι στενό. Τα μπροστινά άκρα είναι μικρότερα από τα πισινά, όλα δε τα δάκτυλα συνδέονται με νηκτική μεμβράνη. Οι τ. ζουν κυρίως σε μεγάλες αγέλες. Είναι υδρόβιοι, γι’ αυτό άλλα προτιμούν να ζουν κοντά στις ακτές και αποφεύγουν την ανοιχτή θάλασσα. Στη ξηρά βγαίνουν κυρίως για να ξεκουραστούν η δε μετακίνησή τους είναι αδέξια και δύσκολη. Μέσα στο νερό όμως είναι πολύ ευκίνητοι, κολυμπούν για αρκετό χρονικό διάστημα μεγάλης διάρκειας. Τρέφονται κυρίως με κοχύλια, γιατί χάρη στους δυνατούς τραπεζίτες, μπορούν να σπάζουν και τα πιο σκληρά κελύφη. Οι τ. είναι ζώα ειρηνικά, αβλαβή και πολύ περίεργα. Δεν προσβάλλουν τα άλλα ζώα ούτε και τον άνθρωπο, όταν όμως βρεθούν σε κίνδυνο αμύνονται με θάρρος και γίνονται πολύ επικίνδυνα, ακόμα και για τον άνθρωπο. Όταν αναπαύονται στην ξηρά, ορίζουν φρουρούς, που τους ειδοποιούν για την εμφάνιση του εχθρού, τον οποίο τα ζώα καταλαβαίνουν από μακριά με την όσφρησή, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, με την όρασή ή με την ακοή τους. Τα θηλυκά ύστερα από κύηση 11 μηνών, γεννούν ένα ή δύο μικρά τα οποία φροντίζουν με μεγάλη τρυφερότητα. Τα αρσενικά μένουν πάντοτε κοντά τους και τα υπερασπίζονται με αυτοθυσία από κάθε εχθρό. Τα ζώα αυτά καταδιώκονται πολύ από τον άνθρωπο για το δέρμα, το λίπος, και το σμάλτο των δοντιών τους. Το κυνήγι των τ. όμως προϋποθέτει πολλούς κινδύνους. Είναι σχετικά ακίνδυνο, όταν τα ζώα πιαστούν ενώ κοιμούνται πάνω στα παγόβουνα, στη θάλασσα όμως είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί τα ζώα αμύνονται με τους ισχυρούς κυνόδοντές τους. Οι τ. στα τελευταία χρόνια, περιορίστηκαν σημαντικά, εξαιτίας της συστηματικής καταδίωξής τους από τον άνθρωπο.
* * *
-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία τού μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριχοφόρους — τριχοφόρος bristly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοφορώ — έω, Α [τριχοφόρος] έχω τρίχες, είμαι τριχοφόρος …   Dictionary of Greek

  • αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”